Μετάβαση στο περιεχόμενο

маслина

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

маслина (ru)

  • ελιά (ο καρπός του ελαιόδεντρου)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

маслина (sr) (λατινική γραφή: maslina) θηλυκό