сок
Εμφάνιση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]сок < πρωτοσλαβική sokъ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]сок (bg) αρσενικό
- ο χυμός
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]сок < πρωτοσλαβική sokъ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]сок (ru) αρσενικό
- ο χυμός
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]сок < πρωτοσλαβική sokъ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]сок (sr) (λατινική γραφή: sok) αρσενικό
- ο χυμός