сок
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
сок < πρωτοσλαβική sokъ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
сок (bg) αρσενικό
- ο χυμός
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
сок < πρωτοσλαβική sokъ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
сок (ru) αρσενικό
- ο χυμός
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
сок < πρωτοσλαβική sokъ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
сок (sr) (λατινική γραφή: sok) αρσενικό
- ο χυμός