сорок
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- сорок < παλαιά ανατολική σλαβική сорокъ (μια δέσμη από 40 δέρματα, σαράντα). Παλιά εθεωρείτο δάνειο από τη μεσαιωνική ελληνική σαράκοντα, αλλά η ετυμολογία αυτή είναι προβληματική για φωνητικούς και σημασιολογικούς λόγους λόγους.
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
сорок (ru) (sórok)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- 10 десять
- 20 двадцать
- 30 тридцать
- 50 пятьдесят
- 60 шестьдесят
- 70 семьдесят
- 80 восемьдесят
- 90 девяносто