шия
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
шия (bg) θηλυκό
- o λαιμός, το στενό μέρος του σώματος ανάμεσα στο κεφάλι και το υπόλοιπο σώμα
шия (bg) θηλυκό