Μετάβαση στο περιεχόμενο

шия

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

шия (bg) θηλυκό

  • o λαιμός, το στενό μέρος του σώματος ανάμεσα στο κεφάλι και το υπόλοιπο σώμα