љага

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

љага (sr) (λατινική γραφή: ljaga) θηλυκό

  1. ο λεκές, το λέρωμα
  2. ο ατιμασμός