λεκές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λεκές | οι | λεκέδες |
γενική | του | λεκέ | των | λεκέδων |
αιτιατική | τον | λεκέ | τους | λεκέδες |
κλητική | λεκέ | λεκέδες | ||
όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
λεκές από καφέ
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεκές αρσενικό
- κηλίδα που σχηματίζεται σε κάτι που λερώθηκε, π.χ. σε ένα ρούχο
- (μεταφορικά) κάτι που θίγει την αξιοπρέπεια, την υπόληψη ή την αξία κάποιου
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι : δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για κάτι που διορθώνεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεκές