stain
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stain | stains |
stain (en)
- ο λεκές
My dress has a stain on the chest.
- Το φόρεμά μου έχει ένα λεκέ στο στήθος.
Did you get the stain out of your shirt?
- Έβγαλες το λεκέ απ' το πουκάμισό σου;
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stains |
αόριστος | stained |
παθητική μετοχή | stained |
ενεργητική μετοχή | staining |
stain (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) λεκιάζω, λερώνω, βρομίζω κάτι με λεκέ· γίνομαι βρόμικος με λεκέ
I stained my new dress.
- Λέκιασα το καινούριο μου φόρεμα.
The tablecloth was stained with red wine.
- Λεκιάστηκε το τραπεζομάντιλο από κόκκινο κρασί.
She stepped in the mud and stained her shoes.
- Πάτησε στις λάσπες και λέρωσε τα παπούτσια της.
White clothes stain very easily.
- Τα άσπρα ρούχα λερώνουν πολύ εύκολα.
- ≈ συνώνυμα: dirty
- (μεταβατικό) βάφω, αλλάζω το χρώμα σε κάτι με ένα χρωματιστό υγρό
They stained the floors dark brown.
- Έβαψαν τα πατώματα σκούρο καφέ.
- (μεταβατικό, επίσημο) λερώνω, για ενέργειες αντίθετες προς την ηθική