dirty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈdɜːti/ (βρετανικό)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός dirty
συγκριτικός dirtier
υπερθετικός dirtiest

dirty (en)

  1. βρόμικος, λερωμένος, δεν είναι καθαρό
    ⮡  dirty work - βρόμικη δουλειά
    ⮡  dirty clothes - λερωμένα ρούχα
    ⮡  Don’t sit on the ground, because you will get dirty.
    Μην κάθεσαι χάμω, γιατί θα λερωθείς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unclean
  2. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) βρόμικος, πρόστυχος, σόκιν, σχετίζεται με το σεξ με προσβλητικό τρόπο
    ⮡  He likes to tell dirty stories.
    Του αρέσει να διηγείται βρόμικες ιστορίες.
    ⮡  dirty words - πρόστυχες λέξεις
    ⮡  dirty stories - σόκιν ιστορίες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obscene
  3. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) βρόμικος, δυσάρεστο ή ανέντιμο
    ⮡  dirty money - βρόμικο χρήμα
    ⮡  a dirty player - βρόμικος παίχτης
    ⮡  I don’t trust him he’s a dirty man.
    Δεν του ΄χω εμπιστοσύνη, είναι βρόμικος άνθρωπος.
    ⮡  The played a dirty trick on me.
    Μου έπαιξαν βρόμικο παιχνίδι.
    ⮡  I got tied up in some dirty affairs.
    Έμπλεξα σε βρόμικες υποθέσεις.
  4. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) λερωμένος, για ένα χρώμα που δεν είναι φωτεινό
    ⮡  a dirty yellow - λερωμένο κίτρινο
  5. (πληροφορική) οτιδήποτε περιέχει δεδομένα που δεν έχουν ενημερώσει αρχεία, που δεν έχουν γραφτεί μόνιμα σε δευτερεύουσα μνήμη (πχ. σκληρό δίσκο)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

(πληροφορική)

ενεστώτας dirty
γ΄ ενικό ενεστώτα dirties
αόριστος dirtied
παθητική μετοχή dirtied
ενεργητική μετοχή dirtying

dirty (en)