dirty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | dirty |
συγκριτικός | dirtier |
υπερθετικός | dirtiest |
dirty (en)
- βρώμικος
- (πληροφορική) οτιδήποτε περιέχει δεδομένα που δεν έχουν ενημερώσει αρχεία, που δεν έχουν γραφτεί μόνιμα σε δευτερεύουσα μνήμη (πχ. σκληρό δίσκο)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
(πληροφορική)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
dirty στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | dirty |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dirties |
αόριστος | dirtied |
παθητική μετοχή | dirtied |
ενεργητική μετοχή | dirtying |
dirty (en)