կիրակի

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
կիրակի < παλαιά αρμενική կիւրակէ (kiwrakē)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kiɾɑˈki/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

կիրակի (hy) (kiraki)