אבל

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

אבל (he) (avál)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

אבל (he) (ével) αρσενικό