عنابة

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αραβικά (ar)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʕun.naː.ba/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

عنابة (عُنَّابَة) (ar) (ʿunnāba) θηλυκό

  1. (δέντρο) η τζιτζιφιά
  2. (φρούτο) το τζίτζιφο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

عنابة (عُنَّابَة) (ar) (ʿunnāba) θηλυκό