ἀγήλατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγήλατος < ἄγ(ος) + -ήλατος (< ἐλαύνω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀγήλατος, -ος, -ον

  • αυτός που ελαύνει και απομακρύνει το άγος
  • αυτός που εκδιώκει μίασμα, ή μόλυσμα

Παράγωγα[επεξεργασία]