ἀγήλατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀγήλατος, -ος, -ον
- αυτός που ελαύνει και απομακρύνει το άγος
- αυτός που εκδιώκει μίασμα, ή μόλυσμα