ἀκονιτί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀκονιτί < ἀκόνιτος < α- (στερητικό) + κόνις (σκόνη)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἀκονιτί

  1. κυριολεκτικά: χωρίς να σκονιστεί κανείς
  2. μεταφορικά: χωρίς μάχη, χωρίς αγώνα, αναφερόμενο στον αθλητισμό, κυρίως στο παγκράτιο, αλλά και σε στρατιωτικές μάχες
  3. μεταφορικά: χωρίς μεγάλη προσπάθεια, χωρίς να χρειαστεί να σκονιστεί κανείς (κάτι που στο παγκράτιο ήταν απαραίτητο αφού για να νικήσει ο αθλητής, έπρεπε να ρίξει και να κρατήσει τον αντίπαλό του στο χώμα
Παραδείγματα χρήσης

(αναφορά στο παγκράτιο)

  • Ελλάδος_περιήγησις/Ηλιακών_Β «...λέγεται δὲ καὶ ὡς Πύθια ἀνέλοιτο ἀκονιτί...», «...τότε μὲν δὴ τοῦ παγκρατίου τὴν νίκην ἀνὴρ ἐκ Μαντινείας Δρομεὺς ὄνομα πρῶτος ὧν ἴσμεν ἀκονιτὶ λέγεται λαβεῖν...» (αναφορά στο παγκράτιο)
  • Αγησίλαος_(Ξενοφώντος) «...καὶ ἐν τοῖς ἀγῶσι δὲ οὐδὲν ἧττον τοὺς ἀκονιτὶ ἢ τοὺς διὰ μάχης νικῶντας στεφανοῦσι.»

(αναφορά σε μάχη)