ἀκροχειρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκροχειρίζομαι <

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀκροχειρίζομαι (μεταγενέστερος τύπος)

  • αγωνίζομαι ἐκ τοῦ συστάδην, πιάνομαι στα χέρια, έως εκεί που φτάνουν τα χέρια (συγκεκριμένο είδος πάλης στο οποίο η συμπλοκή περιοριζόταν στα χέρια και σε λαβές χεριών, μάλλον χωρίς να επιτρέπονται τα χτυπήματα)
  • ὥσπερ οἱ ἀκροχειριζόμενοι, πατάξειεν ἄν. : όπως στην περίπτωση που καθώς πιάνονταν στα χέρια, χτυπούσαν κάποιον (χωρίς να έχουν την πρόθεση) (Αριστοτέλης, Νικομαχ. 1111α.15)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ἀκροχειρίζω (μεταγενέστερο του ἀκροχειρίζομαι) σήμαινε πιάνομαι από τα χέρια, γραπώνω αλλά και ἀκροχειρίζομαι, δηλαδή παλεύω με συγκεκριμένο τρόπο. Χρησιμοποιείτο (σαν το ἀκροχειρίζομαι) σε αντιδιαστολή προς το συμπλέκομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]