ἀκταίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκταίνω < πιθανόν να είναι εκτεταμένη μορφή του ἄγω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀκταίνω

  1. στήνω κάτι όρθιο
    • μ᾽ ἔπεμψεν ἐκ δόμων τῶν Λοξίου, ὡς μήτε σωκεῖν μήτε μ᾽ ἀκταίνειν βάσιν, τρέχω δὲ χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν, δείσασα γὰρ γραῦς οὐδέν, ἀντίπαις μὲν οὖν. : μ' έδιωξεν όξω από τα σπίτια του Λοξία που μήτε νόχω ανάκαρα, μουδ' όρθια στέκω, και τρέχω με τα χέρια αντίς με τα κανιά μου γιατί είναι τίποτα η γρηά σαν πάρη φόβο! (Αισχύλος, Ευμενίδες, μετάφραση Γ. Γρυπάρη)
    • βοᾷ ἀτάκτως, καὶ ὅταν ἀκταινώσῃ ἑαυτὸ τάχιστα, ἀτάκτως αὖ πηδᾷ. : (άθε πλάσμα στη βρεφική ηλικία) φωνάζει και κλαίει και μόλις σταθεί στα πόδια του, αρχίζει αμέσως να χοροπηδά Πλάτων, Νόμοι, Βιβλίο Β΄, 672c)

Συγγενικά[επεξεργασία]