ἀλαλαγμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀλαλαγμός < ἀλαλάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀλαλαγμός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]