ἀμαζόνειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀμαζόνειος < Ἀμαζών
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀμαζόνειος, -ος, -ο
- που ανήκει στις Ἀμαζόνες, σχετικός με αυτές
- γυναίκα που έχει ύφος αρρενωπό, αντρογυναίκα, γενικά άτομο που έχειύφος ανδρικό
- επίθετο των Λακεδαιμονίων για τον Απόλλωνα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ἀμαζονικός και ἀμαζόνιος