ἀμβλίσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀμβλίσκω < ρίζα αμλ όπως και στο αμβλύς
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀμβλίσκω και ἀβλύσκω και ἀμβλόω και ἀμβλώω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἄμβλωμα και ἐξάμβλωμα
- ἄμβλωσις και ἐξάμβλωσις