ἀναβατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀναβατικός < ἀναβαίνω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀναβατικός

  1. ικανός επιδέξιος στην ανάβαση
  2. ανερχόμενος πυρετός (ελληνιστικό)
  3. ζώο κατάλληλο για να το ιππεύσεις