ἀναβλήδην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀναβλήδην < θέμα ἀναβλή- του ρήματος ἀναβάλλω + -δην

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀναβλήδην (ελληνιστική κοινή)

  1. όψιμα, καθυστερημένα
  2. ξανά από την αρχή, εκ νέου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]