ἀναβλήδην
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ἀναβλήδην (ελληνιστική κοινή)
- όψιμα, καθυστερημένα
- ξανά από την αρχή, εκ νέου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ποιητικός τύπος: ἀμβλήδην
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀναβλήδην - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.