ἀναγκοτροφέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀναγκοτροφέω < ἀνάγκη και τρέφω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀναγκοτροφέω

  • τρώω κάτι αναγκαστικά, μου επιβάλλεται