ἀναπράττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀναπράττω < ἀνά + πράττω < *πραγjω (ρίζα πραγ- με πρόσφυμα j + ω)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀναπράττω

  • απαιτώ και εισπράττω πιεστικά ή και βίαια χρέος οικονομικό καθώς και με τον ίδιο τρόπο επιτυγχάνω την εκπλήρωση άλλης υποχρέωσης και υπόσχεσης