ἀναπράττω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀναπράττω
- απαιτώ και εισπράττω πιεστικά ή και βίαια χρέος οικονομικό καθώς και με τον ίδιο τρόπο επιτυγχάνω την εκπλήρωση άλλης υποχρέωσης και υπόσχεσης