Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀνατολή

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀνατολή < ἀνατέλλω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀνατολή θηλυκό (πληθυντικός: ἀνατολαί), (ποιητικά: ἀντολή)

  1. η εμφάνιση ενός αστρικού σώματος πάνω από τον ορίζοντα, η ανατολή
  2. η πηγή ενός ποταμού
  3. η εμφάνιση νέου δοντιού