ἀνθρωπίσκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνθρωπίσκος < υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής λεξης ἄνθρωπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀνθρωπίσκος

μικρόσωμος άνθρωπος, αλλά και ελεεινός, κακής φύσης άνθρωπος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

ἀνθρωπάριον