ἀνοίξω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἀνοίξω

  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού μέλλοντα του ρήματος ἀνοίγω
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην υποτακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀνοίγω
→ δείτε τη λέξη  ἀνοίγω