ἀνώμαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ἀνώμαλος < αν- + ὁμαλός (με έκταση του αρχικού φωνήεντος)

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀνώμαλος