ἀνῆκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανήκα, άνηκα, ἁνίκα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἀνῆκα

  • α' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀνίημι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]