ἀπαντήσατε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἀπαντήσατε
  • β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀπαντάω (ἀπαντῶ)
    "Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε" [= Χριστός ο από τους ουρανούς, συναντήστε (τον)!] (απόσπασμα ομιλίας Αγίου Γρηγορίου του θεολόγου)
→ δείτε τη λέξη  ἀπαντάω