ἀρραβώνισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρραβώνιασμα, αρραβώνιασμα, ἀρρεβώνιασμα, αρρεβώνιασμα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀρραβώνισμα < ἀρραβωνίζομαι, ἀρραβωνισ- + -μα < ἀρραβών

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀρραβώνισμα ουδέτερο

  • μορφή και συνώνυμο του ἀρραβώνιασμα
    ※  8ος/9ος αιώνας Θεόδωρος ο Στουδίτης, Epistulae, 510, @catholiclibrary.org
    καὶ ἄλλοι μὲν ἐχέτωσαν δόξας γηΐνας καὶ λαμπρότητας, διαδήματά τε καὶ στεφανώματα πρόσκαιρα, σοὶ δὲ ἀρκέσει ὁ σταυρὸς Χριστοῦ, ὁ θεόληπτος βίος, ὁ χριστοπόθητος παρθενών, εἰ δὲ βούλει, τὰ ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον τιμαλφέστερα λόγια τοῦ θεοῦ, τὸ φαιὸν ἱμάτιον, ἡ ἀκολούθησις τοῦ Χριστοῦ, ἅτινά ἐστι μείζω πάντων τῶν ἐπιγείων καὶ ἀρραβωνίσματα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. μή σοι λοιπόν ποτε νυστάξῃ τὸ ὄμμα τῆς διανοίας μηδὲ ἡ ἀκοὴ τῆς καρδίας ἀνακουστήσῃ μηδὲ λήξῃ σού ποτε ὁ θεῖος ἔρως,

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]