ἀτρεμέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀτρεμέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀτρεμέω - ἀτρεμῶ (συνηρημένο)

  • μένω ακίνητος