ἀτροφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ατροφία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀτροφία < ἄτροφος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀτροφία θηλυκό

  1. έλλειψη τροφής, θρεπτικών ουσιών
  2. (για φλόγα) έλλειψη καυσίμου ύλης
  3. ατροφία