ἀτροφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀτροφία < ἄτροφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀτροφία θηλυκό
- έλλειψη τροφής, θρεπτικών ουσιών
- (για φλόγα) έλλειψη καυσίμου ύλης
- ατροφία