ἀχέων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ἀχέων < το ἄχος (καημός, θρήνος, πόνος ψυχής, θλίψη, λύπη, στενοχώρια)
- γενική πληθυντικού της λέξης ἄχος