ἄγειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄγειος < α- (στερητικό) + γῆ

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄγειος, -ος, -ον

  1. αυτός που δεν έχει γη, έδαφος
  2. (συνεκδοχικά) ο συνεχώς ναυτιλλόμενος