ἐληλύθαμεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ἐληλύθαμεν
- α΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική μέσου παρακειμένου του ρήματος ἔρχομαι
- → δείτε τη λέξη ἔρχομαι