ἐντριβής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐντριβής | τὸ ἐντριβές | οἱ, αἱ ἐντριβεῖς | τὰ ἐντριβῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐντριβοῦς | τοῦ ἐντριβοῦς | τῶν ἐντριβῶν | τῶν ἐντριβῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐντριβεῖ | τῷ ἐντριβεῖ | τοῖς, ταῖς ἐντριβέσι(ν) | τοῖς ἐντριβέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐντριβῆ | τὸ ἐντριβές | τοὺς, τὰς ἐντριβεῖς | τὰ ἐντριβῆ |
Κλητική | ἐντριβές | ἐντριβές | ἐντριβεῖς | ἐντριβῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐντριβεῖ | |||
Γενική-Δοτική | ἐντριβοῖν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐντριβής