ἐξαγωγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐξαγωγή < ἐξάγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐξαγωγή θηλυκό

  1. προέλαση στρατιωτών
  2. εφέλκυση, τράβηγμα πλοίου έξω από τη θάλασσα
  3. μεταφορά εμπορευμάτων προς τα έξω, εξαγωγή εμπορευμάτων