ἐξαγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ἐξαγωγή < ἐξάγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐξαγωγή θηλυκό
- προέλαση στρατιωτών
- εφέλκυση, τράβηγμα πλοίου έξω από τη θάλασσα
- μεταφορά εμπορευμάτων προς τα έξω, εξαγωγή εμπορευμάτων