ἐξαναπληρόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐξαναπληρόω
- αναπληρώνω πλήρως ένα κενό, συμπληρώνω
- επανδρώνω, βρίσκω πλήρωμα
- καίτοι πῶς εἰσιν δίκαιοι ταῦτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῦν, νῦν δ᾽ ὡς πρῶτοι παρασκευασάμενοι τὸν στέφανον λαβεῖν; (: και πώς είναι δικαιο να βρίσκουν πλήρωμα (για το πλοίο) μετά από εμένα και τώρα να παίρνουν το στέφανο σαν να ετοιμάστηκαν πρώτοι; (Δημοσθ. Περί του Στεφάνου της Τριηραρχίας, 6)
- το θρέψιμο μιας πληγής ή ενός χτυπήματος στο δέντρο, η ανανέωση του φλοιού
- ἐξαναπληροῦνται δὲ πάλιν σχεδὸν ἐν τρισὶν ἔτεσιν (ο φλοιός) Θεόφρ. Φυτ. Ιστ. 3. 17, 1.