ἐπιμελέομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι
ἐπιμέλομαι 
Παρατατικός  ἐπεμελούμην
ἐπεμελόμην 
Μέλλοντας  ἐπιμελήσομαι & ἐπιμεληθήσομαι 
Αόριστος  ἐπεμελησάμην & ἐπεμελήθην 
Παρακείμενος  ἐπιμεμέλημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεμεμελήμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι (αποθετικό ρήμα) & η μορφή ἐπιμέλομαι

  1. φροντίζω, προσέχω
    ※  4ος↑ αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 249
    Ὅτῳ δὲ ταῦτα μὴ μαρτυρεῖται, μὴ βεβαιοῦτε αὐτῷ τοὺς ἐπαίνους, καὶ τῆς δημοκρατίας ἐπιμελήθητε ἤδη διαφευγούσης ὑμᾶς.
    Όποιος δεν πιστοποιήσει αυτά, μην επιβεβαιώσετε τους επαίνους και φροντίστε για τη δημοκρατία, που έχει ήδη γλιστρήσει μέσα από τα χέρια σας.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 4, 1.40
    τά τ᾽ ἄλλα ὁ Ἀγησίλαος ἐπεμελεῖτο αὐτοῦ,
    ο Αγησίλαος τον φρόντισε σ᾽ όλα·
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  2. έχω την επιμέλεια σε κάτι, επιστατώ, διοικώ σε έναν τομέα
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 2, 4.24
    Καὶ οἱ μὲν τριάκοντα Ἐλευσῖνάδε ἀπῆλθον· οἱ δὲ δέκα τῶν ἐν ἄστει καὶ μάλα τεταραγμένων καὶ ἀπιστούντων ἀλλήλοις σὺν τοῖς ἱππάρχοις ἐπεμέλοντο.
    Οι Τριάντα αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα, ενώ οι Δέκα, μαζί με τους αρχηγούς του ιππικού, ανέλαβαν τη διοίκηση των ολιγαρχικών.
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  3. (για δημόσιες θέσεις) είμαι επιμελητής ενός πράγματος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]