ἑκάστοτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εκάστοτε

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἑκάστοτε < ἕκαστος + -τε

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἑκάστοτε

  • (χρονικό) κάθε φορά
σὺ δὲ οὔτε Λακεδαίμονα προῃροῦ οὔτε Κρήτην, ἃς δὴ ἑκάστοτε φῂς εὐνομεῖσθαι (Πλάτων, Κρίτων)