ἠπειρώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἠπειρώτης, Ηπειρώτης

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἠπειρώτης < Ἤπειρ(ος) + -ώτης.

Επίθετο[επεξεργασία]

ἠπειρώτης αρσενικό, (θηλυκό ἠπειρῶτις, ουδέτερο -ον)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]