ἥβρυνον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἥβρυνον
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού παρατατικού του του ρήματος ἁβρύνω
→ δείτε τη λέξη  ἁβρύνω