ἰχνηλατῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἰχνηλατῶ
- (ελληνιστική κοινή) συνηρημένη μορφή του ἰχνηλατέω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ιχνηλατώ
Δείτε επίσης : ιχνηλατώ |
ἰχνηλατῶ