ἱεράτευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἱεράτευμα < ἱερατεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἱεράτευμα ουδέτερο

  1. η ἱερωσύνη
  2. ελληνιστική : το σύνολο των ιερέων, το ἱερατεῖον

Συνώνυμα

[επεξεργασία]