ἱερόληπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱερόληπτος < ἱερός + λαμβάνω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἱερόληπτος, -ος, -ον