ὑπέρθυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὑπέρθυρος τὸ ὑπέρθυρον οἱ, αἱ ὑπέρθυροι τὰ ὑπέρθυρα
Γενική τοῦ, τῆς ὑπερθύρου τοῦ ὑπερθύρου τῶν ὑπερθύρων τῶν ὑπερθύρων
Δοτική τῷ, τῇ ὑπερθύρῳ τῷ ὑπερθύρῳ τοῖς, ταῖς ὑπερθύροις τοῖς ὑπερθύροις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὑπέρθυρον τὸ ὑπέρθυρον τοὺς, τὰς ὑπερθύρους τὰ ὑπέρθυρα
Κλητική ὑπέρθυρε ὑπέρθυρον ὑπέρθυροι ὑπέρθυρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὑπερθύρω
Γενική-Δοτική ὑπερθύροιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπέρθυρος < ὑπέρ + θύρα

Επίθετο[επεξεργασία]

ὑπέρθυρος, -ος, -ον

  • που βρίσκεται πάνω από τη θύρα