ὑπερόπτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπερόπτης < ὑπερορἀω (μέλλ. ὑπερόψομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὑπερόπτης αρσενικό

  1. αυτός που δείχνει περιφρόνηση για κάτι, που το καταφρονεί
  2. ο αλαζόνας