ὑπερόπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὑπερόπτης < ὑπερορἀω (μέλλ. ὑπερόψομαι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὑπερόπτης αρσενικό
- αυτός που δείχνει περιφρόνηση για κάτι, που το καταφρονεί
- ο αλαζόνας