ὠμοφαγέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὠμοφαγέω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὠμοφάγος. Μορφολογικά αναλύεται σε ὠμο- (ὠμός) + -φαγέω / -φαγῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]ὠμοφαγέω (ελληνιστική κοινή) (Χρειάζεται έλεγχο ασυναίρετου. συνηρημένου)
Πηγές
[επεξεργασία]- ὠμοφαγέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ὠμο- από το ὠμός (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -φαγέω (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Ρηματικές φωνές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)