ὠμόσιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὠμόσιτος, -ος, -ον
- ωμοφάγος, που τρώει ωμό κρέας
- Σφίγγ᾽ ὠμόσιτον (Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, 541)
- (σπάνιο, με παθητική σημασία) που τρώγεται ωμός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1766