ὠφελήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠφελήσιμος | τὸ ὠφελήσιμον | οἱ, αἱ ὠφελήσιμοι | τὰ ὠφελήσιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὠφελησίμου | τοῦ ὠφελησίμου | τῶν ὠφελησίμων | τῶν ὠφελησίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὠφελησίμῳ | τῷ ὠφελησίμῳ | τοῖς, ταῖς ὠφελησίμοις | τοῖς ὠφελησίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠφελήσιμον | τὸ ὠφελήσιμον | τοὺς, τὰς ὠφελησίμους | τὰ ὠφελήσιμα |
Κλητική | ὠφελήσιμε | ὠφελήσιμον | ὠφελήσιμοι | ὠφελήσιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠφελησίμω | |||
Γενική-Δοτική | ὠφελησίμοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὠφελήσιμος < ὠφελέω
Επίθετο[επεξεργασία]
ὠφελήσιμος,ος,ον
- αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να ζητήσει βοήθεια, να ωφεληθεί