ὠχρίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὠχρίας < ὠχρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὠχρίας αρσενικό (γενική: του ὠχρίου)
- (για ανθρώπους) κιτρινιάρης, χλωμός
ὠχρίας αρσενικό (γενική: του ὠχρίου)